α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
α
-
ἃ
関係代名詞、中性複数主格/対格
-
ἀγᾰθός [ᾰγ], ή, όν
良い、善い、優れた
ἀγαθά
中性複数主格、対格
-
ἀγάπη, ης, ἡ= 愛
-
ἀγαπ-ητός, ή, όν
愛されている、親愛なる
-
ἀγνο-έω,未完了過去
ἄγνοιᾰ, ἡ, (v. γιγνώσκω)無知な
ἠγνόουν,未来
ἀγνοήσω知らない、認識しない
-
ἀγνώμ-ων, ον, gen. ονος, (γνώμη) ;sup.
ἀγνωμονέσ-τατος,-τατοι
形容詞「誤った判断をする」「考えのない」
-
ἀγγέλλω, (ἄγγελος): impf. ἀγγέλλεσκον:
Ep. and Ion. fut.ἀγγελέω
, Att. ἀγγελῶ
: aor. 1 ἤγγειλα
伝える
-
ἀγνο-έω: impf. ἠγνόουν: fut.
ἀγνοήσω: aor. ἠγνόησα
気が付かない、知らない
ἀγοράζω [ᾰγ],fut. άσω: aor.
ἠγόρασα: pf. ἠγόρακα:—
Med., aor. ἠγορασάμην: pf. ἠγόρασμαι
(アゴラで)買う
ἄγριος, α, ον野生の、粗野な、いなかの
-
ἄγω [ᾰ], impf. ἦγον
未完了過去3人称単数「導いた、引いて行った」(継続、反復)
-
ἀγωγή , ἡ, (ἄγω)
運搬、暮らしぶり、way of life
-
ἀείδω , contr.(約音) ᾁδω歌う
-
ἄδηλ-ος, ον
隠れた、見えない、不確かな
-
ἀδῐκέω:—
Pass., fut. in med. form ἀδικήσομαι
有罪である、(他動詞)害する
-
ἀδικήσαντας<ἀδῐκέω aor.1ἠδίκησα第1アオリスト能動態分詞男性複数対格「害を与える」、「滅ぼす」
-
ἀδικ-ία, ἡ
不正
-
ἀδικοῦντα
>ἀδῐκέω
「違反する」現在分詞男性単数の対格
-
ἄδῐκος, ον, (δίκη)
形容詞「不正な」
-
ἀεὶ副詞「常に」、センテンスが続くので語末音節の鋭アクセントが失われています。
ἀει-κίνητος, ον
形容詞「常に動いている」
-
ἀθᾰ́νᾰτ-ος, ον, also η, ον
不死の
-
ἀθηναῖος,α,ον形容詞「アテネの」
ἀθλ-ητής, οῦ,ὁ
競技者;属格をとって「に習熟した」
-
αἴλουρος or αἰέλουρος, ὁ, ἡ,
ネコ
-
αἴνιγμα, ατος, τό
なぞ(英語)enigma
-
αἰσθ-άνομαι (cf. αἴσθομαι):
impf. ῃσθανόμην:fut. αἰσθήσομαι:
aor. 2 ᾐσθόμην
感じる、分かる
-
αἰσχρός, ά, όν, also ός, όν
醜い、卑しい、恥ずべき
-
αἰτί-α, ἡ
責任、批難、原因
-
αἰών, ῶνος, ὁ,also ἡ
人生、時代、世代
-
ἀκούω:aor. ἤκουσα聞く(目的語は属格)ἀκούωμεν接続法現在1人称複数
-
ἀκροβυστίᾱ, ᾱς, ἡ ,ἀκροβυστίᾱ
(聖書関係のテキストにだけある単語)包皮
-
ἀλλά接続詞「しかし」
-
εἰς αἰῶνα<αἰών, ῶνος, ὁ
一生、時代、永遠
-
ἀλήθεια, ας, ἡ
真実
-
ἀληθ-ής [ᾰ], ές真実の
ἄλλος , η, ο
形容詞「他の」another
-
ἀληθῐνός , ή, όν, 真正の、真実の、現実の、誠のある、信頼できる
-
ἅλς ,ἁλός,ὁ食塩
-
ἀλώπηξ [ᾰ], εκος (also ἀλώπηκος), ἡ; dat. pl., ἀλώπεξι
キツネ
-
ἀμείβω [ᾰ], impf. ἄμειβον: fut. -ψω: aor. ἤμειψα
交換する、取り替える
-
ἀμφιθάλασσος , Att. ἄμφι-ττος , ον
海に挟まれた
-
ἀναβλέπω, fut. -βλέψω: aor. -έβλεψα
見上げる
-
ἄμαξα [ᾰ], Att. ἅμαξα, ἡ
4輪車、ワゴン、馬車、牛車
-
ἀνάγκη, ἡ力、強制、必要
ἀνάγκη ἐστί, c. inf., ・・・が必要である
-
Αναξαγορας
アナクサゴラース
Anaxagoras紀元前500年頃 - 紀元前428年頃)は、古代ギリシアの自然哲学者
-
ἀνάξιος , α, ον
値打ちのない
-
ἀνακοινοσώμεθα<
ἀνακοιν-όωaor.1
ἀνεκοίνωσα
接続法アオリスト中動態1人称複数「意見を交換する」
-
ἀνα-παύω, fut. Med. ἀναπαύσομαι: aor. ἀνεπαυσάμην
止める、休止させる;中動態ἀναπαύομαι
休む
-
ἀναφων-έω,1aor. ἀνεφώνη-σα
「声を出す」「声を出して叫ぶ」
-
ἀναστήσω<
ἀνίστημι ,
causal他動詞「Xを立ち上げる」 in pres. ἀνίστημι
(later ἀνιστάω ): : fut. ἀναστήσω, : aor. 1
ἀνέστησα
植える
intr. in pres. and impf.自動詞Xが立ちあがる ἀνίσταμαι, -μην, in fut. ἀναστήσομαι, in aor. 2 ἀνέστην
-
ἀνδρεία, ἡ
勇敢、男らしさ、大胆、横柄
-
ἀνδρεῖος, α, ον
男らしい、勇敢な
-
ἄνευ
英語のwithout「・・なしで」属格形をとります
-
ἄνθος, ους, τό.gen. pl. ἀνθέων
花
-
ἄνθρωπος,ου,ὁ
人、男、人間(けだものに対して)
-
ἀνήρ, ὁ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, voc. ἄνερ: pl.
ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [ᾰ],
-dras: Aeol. dat. pl. ἄνδρεσι
: late nom. sg. ἄνδρας
人、男(女に対して)
-
ἄντα
副詞「に面して」;前置詞のようにも用いられる「面と向かって」
-
ἀντί
属格をとる前置詞「の代わりに」「に面して」
-
ἀντιλαμβάνω
(中動態で属格を伴って)・・をつかむ
-
ἄνω Adv., (ἀνά):
副詞「上へ」
-
ἄξιος , ία, ιον
つりあう、値する、ふさわしい
-
ἀπαγγ-έλλω, fut. -αγγελῶ: aor. 1 ἀπαγγ-ήγγειλα: pf. -ήγγελκα
伝える、報告する
-
ἀπάγω
(他動詞)運ぶ、(刑場へ)引き立てる、(自動詞)へ通じる
-
ἀπεκδεχόμεθα
<ἀπ-εκ-δέχομαι
熱心に待つ
-
ἀπέθανον<ἀποθνήσκω, fut. -θᾰνοῦμαι
死ぬ;第3アオリスト
-
ἄπειμι (εἰμί):
fut.
“ἀπέσομαι”
ἄπειμι
「。不在である」3人称単数未来
-
ἄπειρος, ον
無知な;無限の
-
ἄπειμι (εἶμι ibo)inf. ἀπιέναι:fut.3sg.ἀπέσται
去る、不在である
ἀπέρχομαι
の未来形
-
ἄπειρος, ον, (πεῖραρ, πέρας)
限りのない、無数の
-
ἀπέρχομαι, fut. -ελεύσομαι:
pf. -ελήλυθα: aor. -ῆλθον
立ち去る
-
ἀποδίδωμι, fut. -δώσω: aor. 1 ἀπέδωκα: aor. 2 ἀπέδων
払う、返す
-
ἀποθνήσκω, fut. -θᾰνοῦμαιaor.2
ἀπέθανον
死ぬ
-
ἀπόκρισις, -εως, ἡ
返事、分離
-
ἀπὸ τοῦ νῦν中性冠詞を付して「今から」"from now on"
-
ἀπόστολ-ος, ὁ
使者
-
ἀποτρέπ-ω遠ざける、退ける
-
ἀπο-κᾰλύπτω,
aor. 2 Pass.
-καλύφην
覆いを取る、明らかにする;中動態「(自らを)示す」
-
ἀποκρίνομαι, fut. -κρῐνοῦμαι;aor.ἀπεκρινάμην
答える、回答する
-
ἀπολλύμενοι<ἀπόλλυμι現在中受動態分詞「滅ぼす」
-
ἀπώλεια, ἡ
滅亡、損失
-
ἆρα
疑問文を導く小辞、訳しません。不安、いらだちの意味を持つ場合と単に疑問文の冒頭におかれる場合があります
-
ἀρετή [ᾰ], ἡ
優れていること、徳のあること、優秀
-
ἄριστος [ᾰ], η, ον,
最上の、最高の
ἀγαθός
の最上級としても用いられる
-
ἀρνίον , τό, Dim. of ἀρήν,子羊
-
ἄρξαι
<ἄρχω,aor. ἦρξα
「導く」「始める」、アオリスト不定詞
-
ἀπέρχομαι, fut. -ελεύσομαι (Att. fut. ἄπειμι): pf. -ελήλυθα: aor. -ῆλθον
立ち去る
-
ἀπολλύμενοι<ἀπόλλῡμι or ἀπολ-ύω「滅ぼす」現在中受動態分詞
-
ἅρπαξ, ᾰγος, ὁ, ἡ, (ἁρπάζω)
泥棒
-
ἅρμα , ατος, τό, 戦車chariot, esp. war-chariot,
-
ἀρχούσης<ἄρχω
ἄρχων,ἀρχούσα,ἄρχον
ἄρχοντος,ἀρχούσης,ἄρχοντος
現在能動態分詞「始める」、「支配する」
-
ἄρχω: impf. ἦρχον:
fut. ἄρξω: aor. ἦρξα:pres.inf.ἄρχειν
始める、支配する、治める
-
ἄρχων,οντος,ὁ<part.of ἄρχω
「支配者」「指揮官」
-
ἀσθεν-ής, ές無力な、弱い、病気の
-
ἀσθενέω > ῶ :aor.ἠσθένησα弱る、病気になる
-
ἀσπάζομαι to greet 挨拶する
-
ἄστυ, τό, Ep. and Ion. gen. εος, Att. and Trag. εως
(アテナイの)街(丘の上のアクロポリスに対して)
-
αὐτομολ-έω
見捨てる、属格をとって:
παρά τινος
-
ἀφεθήσεται<ἀφίημιPass.future ἀφεθήσομαι許す、送り出す
-
ἀφέντες<
ἀφίημι; present 2 person singular ἀφείς ;
future ἀφήσω; 1 aorist ἀφῆκά,; 2 aorist imperative ἄφες, ἄφετε,
participle ἀφείς, ἀφέντες; passive, present ἀφίεμαι
送り出す、捨てる、見捨てる
-
ἀφικνέομαι: impf. ἀφικνεῖτο: fut. ἀφίξομαι: pf. ἀφῖγμαι
: aor. ἀφῑκόμην
到着する、(ある状態に)なる、話をかわす
-
ἄχθομαι, Pass.: fut. Med. ἀχθέσομαι Pass., ἀχθεσθήσομαι :aor.1
ἠχθέσθην
(重荷に)苦しむ、(精神的に)悩む
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
β
-
βαίνω (inf. βαίμεναι), fut. βήσομαι:
pf. βέβηκα; inf. βεβάμεν
; part. βεβαώς, -αυῖα:
: aor. 2 ἔβην
歩く、行く
-
βάρος [ᾰ], ους,τό
重量、負担、(良い意味、悪い意味で)多いこと
-
βᾰσῐλ-εύω
王として支配する、統治する
-
βέβαιος, ον(βαίνω):
確かな、しっかりした
-
βιβλίον or βυβλίον, τό<
τὰ ἀναξαγόρου βιβλία τοῦ Κλαζομενίου =
τὰ βιβλία ἀναξαγόρου τοῦ Κλαζομενίου
クラゾメナイのアナクサゴラスの本
-
βίος [ι^], ὁ, 生、生命、生活
-
βούλ-ε-ται<βουλ-εύω
中動態「・・すると決める」能動態「協議する」「相談する」
βούλομαι望む、願う(デポネンティア動詞)
εἰ βούλει, εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ
「もしよければ」(丁寧)
-
βρᾰχύς, εῖα, ύ, dat. pl. βραχέοις: Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων)
: Sup. βραχύτατος, βράχιστος:
短い
-
βρέφος, βρέφους, τό; 胎児、赤ん坊
-
βωμός, ὁ, (βαίνω)
祭壇
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
γ
-
γᾰμέω, fut. γαμέω, contr. γαμῶ :
aor. 1 ἔγημα; later ἐγάμησα
: pf. γεγάμηκα
結婚する
-
γείτων, ονος, ὁ, ἡ
隣人opp.
σύνοικος
-
οἱ γέροντες<γέρων, γέροντος, ὁ = 老人
-
γέμω
属格をとって「・・で一杯にする」
-
τό γένος,γένους,γένει,γένος
τὰ γένη(<γένεα),γενῶν,γένεσιν,γένη
子孫、種族、一族(約音しています)
-
γέρων, οντος, ὁ
老人
-
γεύω, fut. γεύσω: aor. ἔγευσα: —
Med., fut. γεύσομαι: aor. ἐγευσάμην;
II. Med., γεύομαι
食事を取る、味見をさせる(中動態「味わう」)
-
γεωργός, ὁ
農夫
-
γίγν-ο-μαι
impf.ἐ-γιγν-ό-μην:
fut. γενήσομαι: aor. ἐγενόμην <γίγν-ῃ
なる、生じる(現在接続法2人称単数)
-
γνησίως
<γνήσι-ος , α, ον, (γένος) 嫡出子の、正当なgenuinely, truly
-
γνωτός (A), ή, όν 有名な、認められた
-
γράμμα, ατος, τό文字
-
γραμμᾰτ-εύς, έως, ὁ
書記、学者、小役人
-
γρᾰφ-ή, ἡ
訴状、書き物
-
γράφω [ᾰ], fut. -ψω : aor. ἔγραψα
線を引く
書く、描く、(中動態)自分のために書く、告訴する
-
γῠνή, ἡ, gen. γυναικός, acc. γυναῖκα,
voc. γύναι: pl. γυναῖκες, γυναικῶν, etc.
女、妻
-
γωνία, ἡ
角度、隅
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
δ
-
δαίμων, ονος, voc. δαίμων, ὁ, ἡ,
神(男性、女性)、霊的な力を持つ存在
-
δὲ
小辞
μέν
とは冠詞と共に使われると、3人称代名詞の代わりになります。 「彼は」、「一方、彼は」と訳します
-
δεῖ: inf.δεῖν; part. δέον
: impf. ἔδει: fut. δεήσει: aor. I ἐδέησε
人称による変化形がない非人称動詞「する必要がある」
-
δεινός, ή, όν 形容詞「恐ろしい」「ひどい」、「強い」、「賢い」
-
δένδρεον, δένδρον, and δένδρος, τό (late δένδρος, ὁ,
木
-
δέξησθε
<δέχομαι : fut. δέξομαι,: aor. “ἐδεξάμην”
アオリスト接続法2人称複数「受け取る」
-
δέομαι: fut. δεήσομαι: aor1 ἐδεήθην
(属格を)必要とする、欲する
-
δεύτερος, α, ον2番
-
δέχεσθαι<δέχομαι
中動態不定詞「引き受ける」
δέχομαι, impf. ἐδεκόμην: fut. δέξομαι: aor. ἐδεξάμην
受け取る、歓迎する、頂く、受け入れる
-
δή>
時に関する小辞;この時、あの時、今、その時、既に、ついに
-
δῆμος, ὁ(地方の)デーモス、村、一般民衆
-
διά属格(を通って、によって、を使って)、対格(を通って、動作主、手段方法、態様「急いで」)
-
διαβαίνω, fut. -βήσομαι: aor. -έβην
「歩む」「足を広げて立つ」「渡る」語根アオリスト(土岐テキストp.89)
-
διάγω [ᾰ], impf.διῆγον運ぶ、(時間を)過ごす、生きる
διακινδῡν-εύωあらゆる危険に身をさらす、
捨て身でかかる
-
διαλέγομαι
デポネント動詞「と話しあう」
διαλέγεσθαι
現在中動態不定詞
-
διαπορθμ-εύω(向こう岸へ)運ぶ
διαπράσσω(平野の)上を進む、
成就させる
-
διατελ-έω, fut. -τελέσω, Att. -τελῶ: pf. διατετέλεκα
「終わらせる」(分詞を伴って)「・・・し続ける」
-
διαφθείρω: fut. -φθερῶ: pf. διέφθαρκα; also διέφθορα:—
Pass., fut. διαφθᾰρήσομαι
破壊しつくす、堕落させる
-
δῐδάσκω: fut. διδάξω: aor. ἐδίδαξα;
pf. δεδίδαχα
教える
-
δίκαιος [ῐ], α, ον
(倫理的、宗教的に)正しい、合法的な(男性単数、主格形)
τῷ δίκαια
手段方法の与格「正義により」「正しいことを実践することにより」
-
δικαιοσύνης
<δικαιοσύνη, -ης, ἡ (δίκαιος);
神に認められる正しさ、義
-
δῐκαι-όω <-ό-ε-σθε
神によって義と認められる(パウロの用法)
-
διότι, Conj. for διὰ τοῦτο ὅτι
このわけで、なぜなら Conj.=接続詞
-
δίς
副詞「二度」、「2倍」
-
διώκεται<διώκω
中動態「求める」;受動態「追い払う」;能動態「追う」「迫害する」
δουλ-εύω
奴隷となる、奉仕する
-
δόλος,ὁ
(魚を釣る)餌、欺瞞
-
δόξᾰ , ἡ, (δοκέω, δέκομαι)
評判、名声、意見、憶測、期待
-
δουλ-είᾱ , ἡ,δουλείᾱς
奴隷状態
-
δράω: impf. ἔδρων: fut. δράσω
: aor. 1 ἔδρα_σα: pf. δέδρα_κα:—Pass.,
aor. 1 ἐδράσθην, δρασθείς: pf. δέδρα_μαι
(大きなよい事、悪い事を)やる
-
δρέπον: aor. 1 “ἔδρεψα”: aor. 2 ἔδρα^πον:—Med., Dor. fut. “δρεψεῦμαι”
: aor. “ἐδρεψάμην”:—Pass., aor. “ἐδρέφθην”摘み取る
-
δύνᾰμις [ῠ], ἡ, gen. εως
力、兵力、能力
-
δύνοντος<δύω 沈む;現在能動態分詞男性単数属格
-
δυσδαίμ-ων, ον, gen. ονος
(形容詞)不幸せな
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
ε
-
ἑαυτοῦ, ῆς, οῦ, ἑαυτῷ, ῇ, ῷ, ἑαυτόν, ήν, ό, pl. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς άς, ά
再帰代名詞himself,herself,itself
πρὸς ἑαυτὸν
対格をとって関係を意味します。再帰代名詞と組み合わせて「自分で」with oneself
英語のbe satisfied with oneself,talk to oneselfなどと同様
-
ἐγερεῖ <ἐγείρω; future ἐγερῶ 1 aorist
ἤγειρα; passive, present ἐγείρομαι, 未来3人称単数「起こす」、「復活させる」
-
ἐγείρω,: fut. ἐγερῶ : aor. ἤγειρα
(眠っている者を)起こす、(死者を)蘇らせる
-
ἐγένετο<
γίγνομαι , Ion. and after Arist. γίνομαι [ῑ],: fut. γενήσομαι: aor. ἐγενόμην
第2アオリスト「生じる」、「となる」、「登場する」、「起こる」
-
ἐγκωμι-άζω, impf. ἐνεκωμίαζον
: fut. -άσω: aor. ἐνεκωμίασα: pf. ἐγκεκωμίακα
: —
Pass., aor. ἐγκωμιασθείς: pf. ἐγκεκωμίασμαι
誉める
-
ἔγνωκεν<
γιγνώσκω ,and after Arist. γινώσκω ,: fut.
“γνώσομαι”: pf. “ἔγνωκα” .: aor. 2 “ἔγνων”
知る
-
ἔ-γνω-σαν<
γιγνώσκω
語根アオリスト「知る」
ἔγνων,ἔγνως,ἐγνω
ἔγνωμεν,-τε,-σαν
-
ἔδραμε<τρέχω ,: fut. θρέξομαι/δραμοῦμαι
aor.2
ἔδραμον走る、すばやく伝わる
-
ἐθέλω or θέλω: impf. ἤθελον
・・したい、を望む
-
ἔθνος, εος, τό
部族、国民、野蛮人
-
ἔθος , εος, τό, (ἔθω) 習俗、慣習
-
εἰδέναι <οἶδα
フォームは完了不定詞、意味は現在「知る」「知っている」
-
εἴθε
間投詞「もし・・・だったら」
-
εἰμί (sum)to be
εἶμι (ibo): inf. ἰέναι「行く」;現在命令法:
ἴθι,ἴτω,ἴτε,ἰόντων
εἶναι <εἰμί
現在能動態不定詞
-
εἰρ-έσθω<εἰρέ-ω<
ἐρέ-ω
「言う」現在中動態命令法、3人称単数
-
εἰρήν-η, ἡ, 平和
;ヘブライ語の挨拶シャローム"shalom"
のギリシャ語としても使われるようになった(セミティズム)
,the goddess of peace, daughter of Zeus and Themis
-
εἰς=ἐς 対格をとる前置詞into,to,for
-
εἷς ,ἑνός,ἑνί,ἕνα数字「1」男性形;
-
εἰσφέρω, fut. εἰσοίσω: aor. I
εἰσήνεγκα: pf. εἰσενήνοχα
持ち込む
-
ἑκάστοτε , Advその度に
-
ἔκθετα<ἔκθετος, ἐκθετον (ἐκτίθημι), cast out, exposed:
-
ἐκκλησί-α, ἡ
(正式に招集された)集会、議会
-
ἐκ-πίπτω; perfect ἐκπέπτωκα; 2 aorist第2アオリストはコイネー
ἐξέπεσον; 1 aorist ἐξέπεσα
失う、コースを外れる、落ちる
-
ἔκστᾰσις , εως, ἡ, (ἐξίστημι) consternation,distraction,confusion
この単語は「我を忘れる状態」、「エクスタシー」;ここでは「混乱」、
すなわち、カナンの地を偵察してきたスパイが「真実と異なる」報告をした。
-
ἐκτεθηλυμμένων>
ἐκθηλ-ύνω「軟弱化する」;完了中受動態分詞複数属格
θῆλυς , θήλεια, θῆλυ:女性的な、女性の"female"
-
ἐκτενῶς<ἐκτεν-ής , ές, 熱心に(副詞)
-
ἐλάσσ-ων , Att. ἐλάσσ-ττων , ον, gen.
ονος: Sup. ἐλάχιστος
より少ない、より劣った
-
ἔλαχε<λαγχάνω : aor.2 “ἔλᾰχον”くじ引きで当たる(属格補語)、くじを引く
-
ἐλε-έω, impf. ἠλέουν: aor. ἠλέησα:—
Pass., pf. ἠλέημαι 憐れむ;キュリエ、エレーソン「主よ、憐れみたまえ」
-
ἔλεγεν<λέγω
fut. by ἐρῶ, the aor. by εἶπον
未完了過去「言う」
-
ἔλεξα<λέγω,fut. λέξω Od.24.224: aor. ἔλεξα
第1アオリスト「言う」;
φημί, λέγω, ἀγορεύω
の第2アオリストとしては
εἶπονがあります
-
ἐλευθ-ερίᾱ , ἡ, 自由、免許
-
ἐλευθερ-όω , ἠλευθέρωσεν
第1アオリスト能動態「自由にする」(奴隷を、借財から)
-
ἕλησθε<αἱρέω 「つかむ」「選ぶ」の第2アオリスト形aor.2 εἷλον の第2アオリスト中動態 εἱλόμην
-
Ἕλλην, ηνος, ὁ
ギリシャ人
-
Ἑλλην-ικός , ή, όν,
ギリシャの
-
ἐλπίζω:
aor. ἤλπισα
期待する、望む
-
ἐλπ-ίς, ίδος, ἡ 希望、テキストのフォームは複数形
-
ἐμβάλλω, fut. -βᾰλῶ: pf. -βέβληκα: aor. 2 ἐνέβᾰλον
投げ込む;(中動態)自分の物を投げ入れる、くじを引く
-
ἐμμένω, fut. -μενῶ
守る、とどまる、忠実である
-
ἐμός, ή, όν
私の(所有代名詞)
-
ἐμμένω, fut. -μενῶ : pf. ἐμμεμένηκα
留まる、(誓いを)守る
-
ἐμπειρ-ία, ἡ
体験、経験
-
ἐγκωμι-άζω, impf. ἐνεκωμίαζον
: aor. ἐνεκωμίασα: pf. ἐγκεκωμίακα: —
Pass., aor. ἐγκωμιασθείς
褒める
-
ἕν,ἑνός,ἑνί,ἕν中性
-
ἐνέγκωσι<
;impf. ἔφερον:fut. οἴσω :aor. 1
ἤνεγκα, and aor. 2 ἤνεγκον
アオリスト接続法3人称複数
-
ἐνέχω,ἐνέχεσθε
現在中受動態命令法「支配下にいる」、「服従する」、「抜け出せない」
-
ἐνῐ-αυτός, ὁ, (ἐνί, αὐτός) 一周年、年
-
ἐνάτην<ἔνᾰτος , η, ον, (ἐννέα) 第9の
-
ἐναντίος , α, ον, の反対の
-
ἐνέπω, lengthd. ἐννέπω,
3sg. impf. ἔννεπε;
impf. ἤνεπον:aor. 2 ἔνισπον
話す、語りかける
-
ἐνεργέω,ἐνεργου-μένη
活動する、(他動詞)実行する
-
ἐν ᾧ の間に
-
ἐξ οὗ から //その時から
ἐξήνεγκαν< ἐκφέρωaor.2ἐξήνεγκον「運び出す」
-
ἕξω<ἔχω未来能動態
-
ἑορτ-ή,-ῆς,ἡ
祭り
-
ἐπαιν-έω: impf. ἐπῄνεον
: fut. -έσω:
but more freq. -έσομαι: aor. 1 ἐπῄνεσα: pf. ἐπῄνεκα
同意する、誉める
-
ἔπαιν-ος ,-ου,ὁ
承認、賞賛
-
ἔπεσον<πίπτω ,: fut. “πεσοῦμαι”: aor. ἔπεσον,
転ぶ、倒れる
-
ἐπεί, Conj., both temporal and causal; also ἐπειδή, ἐπείτε
だから、の後で
-
ἐπειδάν, i.e. ἐπειδὴ ἄν いつでも
-
ἐπεί の後、の時に
-
ἐπειδή の後に、の時に
OF TIME (ἐπειδή is more freq. in this sense in Prose), after that, since, when, from Hom. downwds.:
-
ἐπί + gen.(属格) = on, upon の上に
(接触している)aboveだと接触せずに上方に
-
ἔπειτα
副詞「それで」、「そこで」
of mere Sequence, without any notion of cause, thereupon, thereafter, then,帰結節で
after a Temporal Conj., then, thereafter,
after a Conditional Conj., then surely
-
ἐπιδειξάμενος
<
ἐπιδείκ-νῡμι
第1アオリスト中動態「自分の物を見せびらかす」
-
ἐπιθυμεῖς< -έ-εις
<
ἐπιθῡμ-έω約音動詞、現在能動態、2人称単数
"be"動詞、接続法現在3人称単数
-
ἐπιθυμοῦσι <ἐπιθῡμ-έω
「執着する」「望む」、属格をとります。
-
ἐπιπείθηται現在中受動態接続法<ἐπιπείθομαι
納得する、信頼する
-
ἐπιτάσσω , Att. ἐπιτάρ-ττω
義務として課す、命じる、そばにおく
-
ἐπιτήδ-ειος, α, ον
有益な;親しい(名詞化されて「親しい友人」)
-
ἔργον, τό
work
仕事、作業、ビジネス
-
ἔρομαι: impf.(=aor.) εἰρόμην: fut.
ἐρήσομαι: aor. 2 ἠρόμην ; imper. ἐροῦ
; subj. ἔρωμαι 尋ねる、質問するεἴρομαι
-
ἐρωτ-άω
: impf. ἠρώτων: fut. -ήσω
: aor. I ἠρώτησα: pf. ἠρώτηκα
尋ねる
-
ἔρως, ωτος, ὁ, acc. ἔρων for ἔρωτα
愛、女神エロス
-
ἐς=εἰς 対格をとる前置詞into,to,for
ἔσεσθαι/ἐσσεῖσθαι <εἰμί (sum)
"be"動詞未来不定詞
ἔσῃ<εἰμί直接法未来中動態2人称単数
-
ἐσθής , ῆτος, ἡ,衣服
-
ἔσομαι,ἔσῃ,ἔσται
ἐσόμεθα,ἔσεσθε,ἔσονται<εἰμί "be"
-
ἐσμεν>εἰμί
の直接法現在1人称複数
ἑσπέρα, prop. fem. of
-
ἕσπερος: 夕方、西
-
ἔσται<εἰμί "be"動詞未来3人称単数
-
ἔστη<ἵστημι (cf.
ἱστάω, ἱστάνω), Act., aor. 2語根アオリスト(自動詞) ἔστην,
Xが立つ
-
ἑστηκὼς<ἵστημι自動詞「Xが立つ」aor. 2 ἔστην,pf. ἕστηκα: 完了能動態分詞男性単数主格
-
ἕτερος, α, ον
(普通、2つのうちの)片方
-
ἐτηρεῖτο
未完了過去中受動態「見守る、世話をする」
<τηρέω, τηρῶ; imperfect ἐτήρουν;
future τηρήσω; 1 aorist ἐτήρησα
-
ἔτι [ῐ]
副詞「まだ」
-
ἑτοιμ-άζω:
1 aor.
ἡτοίμασα:
pf.
ἡτοίμακα:
1 aor.pass.
ἡτοιμάσθην
準備する
-
ἑτοῖμος , ον, also fem.
“ἑτοίμη”手元にある、準備済みの、確実に起こりうる
-
ἔτος, εος, τό, irreg. dat. ἔτῃ
年
-
ἐτροπώθη<τροπόω第1アオリスト受動態3人称単数「向きを変える」
-
ἔτυχες<τυγχάνω: fut. τεύξομαι
: aor. 2 ἔτῠχον
たまたま・・ある、ちょうど・・している、手に入れる、得る
(属格支配)
-
εὐαγγελ-ίζομαι
よい知らせを伝える
-
εὐδαίμ-ων, ον, gen. ονος
(形容詞)幸運な、裕福な:(注)
εὐδαίμ-ων
が男性、女性形(同形)
εὐδαίμ-ον
が中性形
-
εὐδοκ-έω
満足している、喜んでいる;不定詞を伴って「に同意する」
-
εὐγεν-ής, ές
家柄の良い、高貴の生まれの、気高い
-
εὐρύς , εὐρεῖα, εὐρύ,
幅が広いwide, broad遠くまで広がったfar-reaching
-
εὐτυχ-ής, ές
(形容詞)幸運な、成功した
-
εὐτυχεῖς>εὐτυχ-έω,
「幸運な」「繁栄している」:
fut. -ήσω,
aor. 1 ηὐτύχησαor εὐτ-,pf. ηὐτύχηκα
or εὐτ-,
-
εὐχᾰριστ-έω
「感謝する」
-
εὐχή, εὐχῆς, ἡ (εὔχομαι);祈り
-
ἔφαγον<ἐσθίω「食べる」第2アオリスト
φάγωμεν接続法第2アオリスト1人称複数
ἔφη<φημί; imperfect ἔφην;未完了過去「言う」
-
ἐφημερίᾱ, -ᾱς, ἡ< ἐπί+ἡμέρᾱ(聖書関連の用語)神殿で順番で1週間の間、祭司職を行う祭司のクラスあるいはコース(組)
"the class or course itself of priests who for a week at a time performed the duties of the priestly office"(Thayer)
-
ἐχθ-αίρω ,
fut.ἐχθαρῶ
: impf.
“ἤχθαιρον”: aor. 1 “ἤχθηρα”
憎む
-
ἔχθ-ιστος, η, ον
最も憎むべき
-
ἐχθρός, ά, όν
憎むべき;(名詞化して)敵
-
ἐχρήσατο<
χράομαι
aor. “ἐχρησάμην”
(与格を伴って)・・・を用いる、(最高の教師に)ついて
-
ἔχω <ἔχ-ων,-ουσα,-ον
現在能動態分詞格変化
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
ζ
-
ζάω<ζῶ
生きる
-
ζηλόω > ζηλῶうらやむ、熱心に求める
-
ζητ-έω: impf. ἐζήτουν: aor. 1 ἐζήτησα: pf. ἐζήτηκα
探す
-
ζῠγόν , τό, also ζυγός , ὁ,
くびき、ビーム、ベンチ、(天秤の)バー
-
ζώγρᾰφ-ος, ὁ
(自然、人間を対象に描く)画家
-
ζῶ ; imper. ζῆ ; inf. ζῆν: impf. ἔζων: fut. ζήσω: aor. 1 ἔζησα
生きる
-
ζωγρῶν<ζωγρέω, ζώγρω; 現在能動態分詞男性単数主格「生け捕りにする」Mk 1:17
καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
-
ζωή , ἡ
生命
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
η
-
ἤ
or,thanあるいは、(比較)・・・より
-
ᾖ <εἰμί
"be"動詞、接続法現在3人称単数
-
ἡγέομαι, impf. ἡγούμην: fut. ἡγήσομαι: aor. 1 ἡγησάμην :
: aor. 1 ἡγήθην in pass. sense: pf. ἥγημαι
先導する、指揮する、支配する
-
ἥδε<ὅδε, ἥδε, τόδε
「これ」(「あれ」に対して)
ἥδομαι
: fut.
ἡσθήσομαι: aor. 1 ἥσθην,
also ἠδέσθην, Med. ἡσάμην
楽しむ
-
ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ
甘い、心地よい、歓迎の、機嫌の良い;
比較級
ἡδίων, ἥδιον
最上級
ἥδιστος, η, ον
-
ἡδονή, ἡ, (ἥδομαι)
喜び、楽しみ
ἦθος, εος, τό (cf. ἔθος)
居場所、慣習、気質、性格
-
ἥκετε
<ἥκω, impf.ἧκον: fut. ἥξω
pf. ἧκα
「来る」「いる」
-
ἡλικία,ἡ
年代、歳、壮年期
-
ἡμέτερος , α, ον, (ἡμεῖς)
"our"我々の
-
ἤμην<
εἰμί
未完了過去
単数
ἤμην,ἦς ἦσθα,ἦν
複数
ἦμεν ἤμεθα,ἦτε,ἦσαν
-
ἡμέρα, ἡ
日
-
ἡνίκᾰ [ῐ]
副詞「・・の時に」
ἡνίκ' ἄν
+接続法 (未来に関して)「いつでも」 whenever
-
ἠρώτων:impf.約音 fut. -ήσω
: aor. I
ἠρώτησα: pf. ἠρώτηκα<ἐρωτ-άω
尋ねる
-
ἠρώτησε<
ἐρωτ-άω
「尋ねる」第1アオリスト3人称単数
-
ἦσαν<εἰμί (sum)
未完了過去3人称複数
-
ἠσθέν-ον>ἀσθενέω < ῶ :aor.ἠσθένησα弱る、病気になる
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
θ
-
θάνᾰτος [θᾰ], ὁ, (θνῄσκω)
死
-
θαυμ-άζω; fut. θαυμάσομαι
: aor. ἐθαύμασα
-
θαυμ-αστός , ή, όν,
驚くべき、素晴らしい、優れた
驚く、敬う
-
θεάομαι; part. θηεύμενος
(驚き、不思議の思いで)見つめる、深く考える
-
θερᾰπ-εύω:fut.
-εύσω:—Med., fut. “-εύσομαι”: aor. “ἐθεραπευσάμην”
:—Pass., fut. “-ευθήσομαι”:aor. “ἐθεραπεύθην”
(神々に)儀式を捧げる、
奉仕する、治療する
-
θήγω: fut. θήξω: aor. ἔθηξα
鋭くする、研ぐ
-
θνητός, ή, όν
死すべきmortal
-
θορυβήσητε>
θορῠβ-έω(邪魔をする、混乱させる)の第1アオリスト接続法2人称複数
「禁止」土岐テキストp.136
-
θόρῠβ-ος, ὁ
(大勢の人間の)騒がしい声、喚声
-
θῠγάτηρ [ᾰ], ἡ, gen. θυγᾰτέρος contr.θυγατρός; dat. θυγᾰτέρι,
θυγατρί; acc. θυγᾰτέρα
娘、英語のdaughterと語源が同じ
-
θῡμί-ᾱμα, ατος, τό
「香」
-
θυμιᾶσαι<
θυμιάω, θυμιω: 1 aorist infinitive θυμιάσαι
-
θύ-ω
犠牲を捧げる、(食事の一部を神々に)捧げる
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
ι
-
ἰδῐωτ-ικός , ή, όν,
私人;
対語
πολῑτ-ῐκός , ή, όν,
ポリスの成員として
-
ἱερᾱτείᾱς祭司職
-
ἱερατεύειν<ἱερατεύω;不定詞、意味上の主語はαὐτὸν(Ζαχαρίας) 祭司としての職務に励む
-
ἱερόν, τό
神殿、聖なる場所
-
ἱκανοί >ἱκᾰν-ός
[ῐ], ή, όν,
不定詞を伴って「・・・できる」
ここでは名詞、中性複数与格として用いられています。土岐テキストp.20
-
ἱκανῶς
十分に、適切に、過剰に
sufficiently, adequately
-
ἰσχ-ύω (ἰσχύς),ἰσχύει
意味がある、益がある
-
ἰχθῦς, ύος, ὁ, acc. ἰχθύν
魚
-
Ἰωνικός , ή, όν,
イオニア風の、気楽でぜいたくな
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
κ
-
καὶ τὰ λοιπά.=κ.τ.λ.
= 'etc.'
-
κᾰθᾰρ-ός, ά, όν
清い、純粋な
-
καθίστημι:aor.κατέστη-ν,κατέστη-ς,κατέστη,κατέστη-μεν,
κατέστη-τε,κατέστη-σανすえつける、確立する、任命する
(語根アオリスト、土岐テキストp.89
-
καινός, ή, όν
新しい
-
καιρός, ὁ
好機、チャンス、適時、季節
-
κᾰκοδαίμ-ων, ον, gen. ονος
悪い運のついた、みじめな
-
κᾰκός, ή, όν
悪い
-
κακόν, τό, and κακά, τά
名詞として
-
κᾰλιά, ἡ,
(木製の)小屋
-
κάμνοντα<κάμνω; 2 aorist ἔκαμον; perfect κέκμηκα;
(自動詞)苦境にある、病む(他動詞)働く;現在能動態分詞男性単数対格
-
κἂν<καί ἐά[ᾱ]ν
-
καταβάλλω, fut. -βᾰλῶ: aor. κατέβᾰλονto put down 下に置く、捨てる
-
καταλαβόντος<κατέλαβον<καταλαμβάνωアオリスト能動態分詞「・・・という事態になる」
-
καταλείπω
: fut. καλλείψω: aor.
κάλλῐπον:aor. 2 -ελιπόμην
後に残す、(遺産を)贈る
-
κατ-άρα [ᾰρ], ἡ
のろい
-
κατ-άρᾰτος [ᾰρ], ον
のろわれた
-
κατάρ-ᾱμα [ᾰρ], ατος, τό
のろい
-
καταλειφθὲν<καταλιμπάνω , = καταλείπω, Pass.aor.1
κατελείφθην 残された者、エルサレムが滅んだ後(605 BCE)も信仰を持ち続けた人々を指す。
-
καταπίπτω, fut. -πεσοῦμαι: aor. κατέπεσον: pf.-πέπτωκα
落ちる
-
καταργέωfuture καταργήσω; 1 aorist κατήργησα; passive, present καταργοῦμαι;
1 aorist κατηργήθην;
Christ is become of no effect unto you ; or, ye have disconnected yourselves from Christ.
「無縁になる」、「かかわりを絶つ」
アオリスト第1受動態単数κατηργήθη-ν
-
-
κατα-στέφω
(冠、花輪などを)飾る
-
κατα-φρον-έ-ω
軽視する、軽蔑する
-
κατεσκέψαντο<κατασκέπτομαι第1アオリスト中動態「徹底して偵察する」
-
κατηγορ-έω
属格をとって「に反論する」現在能動態不定詞
-
κατήγορ-ος, ὁ
告訴人
-
κελεύω: fut. κελεύσ-σω: aor. ἐκέλευσα
(不定詞を伴って)・・・せよと命じる
-
κῆπος, ὁ
庭
-
κῆρυξ, ῡκος, ὁ
使者、伝令
-
κηρύσσω: impf. ἐκήρυσσον: fut. -ύξω
: aor. ἐκήρυξα
公布する、宣べ伝える
-
κινδυν-εύω, fut. -σω: pf. κεκινδύνευκα
危険を冒す、敢えて・・・する
-
κίνδυν-ος, ὁ, dat. κίνδῡνι
危険、冒険
-
κῑνέω, aor. ἐκίνησα
動く;
現在能動態分詞、中性主格形
κινοῦν <-έ-ον
現在中受動態分詞、中性主格
-
κινού-μενος< -έ-ο-μενος<κῑνέω , aor. ἐκίνησα,
動かす、乱す
-
κλαυθμ-ός, ὁ
泣き声
-
κλεινός , ή, όν,
有名な、著名な
-
κλέπτ-ης, ου, ὁ
泥棒
-
κλέπτω
だます、盗む
-
κλώψ , κλωπός, ὁ, (κλέπτω)
泥棒
-
κοινός, ή, όν
共有の、一般の、聖別されていない
-
κᾰκοδαίμ-ων, ον, gen. ονος
悪い運命の、悪い精神の(古代人は人間には霊がついていると信じていた)
-
κολάζομεν>
「罰する」
κολάζω,
fut. κολάσω ,aor. ἐκόλασα,
-
κολάζω, fut. κολάσω: aor. ἐκόλασα :—
Med., fut. κολάσομαι
せっかんする、叱る
-
κόρη, ἡ:—
fem.of κόρος, κοῦρος
少女
-
κράζωガーガーを啼く、わめく
-
κρίνω [ῑ]: fut. κρῐνῶ: aor. ἔκρῑνα: pf.κέκρῐκα:—
Med., fut. κρῐνοῦμαι: aor. ἐκρῑνάμην 分ける、選ぶ、裁断する
-
κρίσις [ῐς], εως, ἡ, (κρίνω)
分別、判決
-
κτῆνος, εος, τό
動物、牛、羊、ろば、馬
-
κύ[ῡ]ριος , ὁ,
主人
-
κωλύω,
妨げるfut. -ύσω: aor. ἐκώλῡσα;
pf. κεκώλῡκα:—
Pass., fut. κωλυθήσομαι: aor. ἐκωλύθην:
pf. κεκώλῡμαι
-
κώμη, ἡ
(城壁の外の)村落
-
κωφ-ός, ή, όν
-
κωμῳδο-ποιός, ὁ,
comic poet喜劇作家
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
λ
-
λάβωμεν>
"Subjunctive Mood"1人称複数
λαμβάνω,
fut. λήψομαι,aor. 2 ἔλᾰβον,pf. εἴληφα,
「捕まえる」
-
λαμπρός , ά, όν,輝く
-
λέγ-ουσα>λέγω「話す」の現在能動態分詞女性主格
λέγων,λέγουσα,λέγον
λέγοντος,λεγούσης,λέγοντος
現在能動態分詞
λέγω
言う、選び出すpick up勘定する;
アオリスト形(第2):
εἶπον pres. in use is φήμι, ἀγορεύω, fut. ἐρέω, ἐρῶ, perf. εἴρηκα
-
λείβ-ω: aor. inf. λεῖψαι, part.
λείψας=注ぐ
-
λείπω, impf. ἔλειπον: fut. λείψω: aor. 1 ἔλειψα
:aor. 2 ἔλῐπον: pf. λέλοιπα
立ち去る、残す
-
λέξεις<λέγω未来:選び取る、話す=
ἐρῶ
-
λέων, οντος, ὁ
ライオン
-
λιμῷ <λῑμός , οῦ, ὁ手段方法の与格「によって」
-
λῐμήν, ένσς, ὁ
港
-
λῑμός , οῦ, ὁ 飢餓
-
λόγος, ὁ,pl.gen.λόγων
物語、話、勘定、規則、根拠、訴因、訴え
-
λοιπός, ή, όν, (λείπω)
その他の、取り残された、子孫の
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
μ
-
μάθ-ημα, ατος, τό
学問、数学、授業
-
μᾰθητ-ής, οῦ, ὁ
弟子、生徒
-
μαίνομαι,fut. μᾰνοῦμαι
: pf. with pres. sense μέμηνα:
aor. Pass. ἐμάνην, part. μᾰνείς, inf. μᾰνῆναι
怒り狂う、狂う
-
μᾰκαριώτερος<
μᾰκαρ-ιος , α, ον,
最上級「幸せな」、「祝福された」
-
μανθάνω: fut. μᾰθήσομαι: aor. ἔμᾰθον
学ぶ
-
μαρτῠρ-ία , ἡ,
証言
-
μάται-ος [μᾰ], α, ον
無駄な、空虚な;副詞
-ως
-
μέγᾰς, μεγάλη [ᾰ], μέγᾰ;Comp.μείζων, ον, gen. ονος;Sup. μέγιστος, η, ον
大きい、Comp.比較級、Sup.最上級
-
μέλᾱς , μέλαινα, μέλᾰν; gen. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος
暗い、真っ暗な、黒い
-
μέλλω , impf. ἔμελλον and ἤμελλον:
fut. “μελλήσω”: aor. “ἐμέλλησα”: aor. 1 “ἠμέλλησα”
・・・が近く起こる、起こることが定められている
-
μέν
(誓いなどが確かであるという意味で)確かに;
μέν .., δέ 一方では・・・他方では・・・
-
μέν-ουσι(ν)<μέν-ω直接法現在:留まる
-
μενοῦσι(ν)< “μενέω”未来:留まる(現在とのアクセントの違いに注意)
-
μέριμν-α, ἡ
気にかけること,心配,憂慮
-
μεριμνάω, μερίμνω future μεριμνήσω;
1 aorist subjunctive 2 person plural 接続法アオリスト2人称複数
-
μεριμνήσητε;
心配する、世話をする
-
μεστ-ός, ή, όν
(属格をとって)・・でいっぱいの、十分な
-
μεταβάλλω, fut. -βᾰλῶ : aor. μετέβᾰλον
急に動かす、変える、翻訳する
-
μετέθηκε
<
μετατίθημι
アオリスト(変則第1)3人称単数「場所を変える」、「変える」
-
μετέχω; inf. πεδέχην
: fut. μεθέξω later μεθέξομαι
: pf. μετέσχηκα
分け合う
-
μέχριas far as,untilまで
-
μῆλον, τό
りんご
-
μήτηρ,ἡ:
gen. μητερος contr. μητρός, dat.μητρί,
acc. always μητέρα, μητέρας: voc. μῆτερ
母
-
μία,μιᾶς,μιᾷ,μίαν女性
εἷς ,ἑνός,ἑνί,ἕνα数字「1」男性形;
ἕν,ἑνός,ἑνί,ἕν中性
-
μικρούς>
of
persons, of small account, opp.
μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς,
-
μιμέομαι > μιμοῦμαι模倣する
-
μῑσ-έω, pf. μεμίσηκα :—
Pass., fut. Med. in pass. sense μισήσομαι
憎む
-
μνήμ-η, ἡ, (μνάομαι)
思い出
-
μοιχός, ὁ<μοιχ-εύω
姦淫をする者
-
Μοῦσα , ης, ἡ
女神ミューズ
-
Μωϋσῆς,Μωυσέως,Μωυσεῖ / Μωσῆ,Μωσῆν/Μωυσέα
モーゼ
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
ν
-
νεᾱν-ίας, ου, ὁ
若者、第1変化男性名詞、単数主格形=複数体格形。
-
ναίω
住む
-
νέος, νέα;Atticaνέος,
νέον若い、新しい
νέοι: later mostly with Art., οἱ νέοι
青年たち、若者たち
-
νῐν3人称単数対格代名詞(Doric.スパルタ、クレタなど方言)
-
νομ-ίζω, fut. νομιῶ :aor. ἐνόμισα
(慣習として)する、(ある言語を広く)用いる、考える、みなす、と信じる、崇める
-
νομο-θεσίᾱ , ἡ,
立法
-
νομο-θεσία , ἡ,
立法、法による秩序
-
νοσ-έω
病気になる
-
νοῦς, νοῦ, ὁ,dat.νῷ
心、意志の約音された結果。第二変化名詞与格。
-
νῦν...
ἀπὸ τοῦ νῦν中性冠詞を付して「今から」"from now on"
-
νῶι
我々二人(双数)主格
acc. νῶιν: gen., dat. νῶιν; νῷν
-
νῶτον, τό, or νῶτος, ὁ, pl. always νῶτα
the top 背中、後ろ
top
ξ
-
ξένος, ὁ
客、旅人、他国人
-
ξόανον, ου, τό ,pl.nom./acc.ξέανᾰ,τὰ
木像 wooden statue
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
ο
-
ὀβολός, ὁ貨幣の単位;ドラクマの6分の1
-
ἀγνώμ-ων, ον, gen. ονος分けの分からない、
頑固な
-
ὅδε, ἥδε, τόδε
この(目の前にある、近くにある)τόνδε
男性単数対格形
-
οἵδε<οἶδα
知っている(完了形、3人称単数、意味は現在)、現在形は
ὁράω「見る」
-
ὀδούς, ὀδόντος, ὁ = 歯
-
ὀδυρ-μός, ὁ嘆き
-
οἴομαι
と思う、
οἴει=οἴῃ
2人称単数中動態
-
οἴκ-ᾰδε= οἶκόνδε
(副詞)自分の家に、国に
-
οἰκεῖος, α, ον
家の、家族の、自分の
-
οἰκέτ-ης, ου, ὁ (家事をする)奴隷
-
οἰκί-α,
ἡ
家
-
οἴκοι
副詞「家で」「家に」
-
οἶκος, ὁ
家(アッティカ方言では男性形は相続資産としての
不動産)
-
ὅλος , η, ον
全部の、全体の
-
ὀλίγος [ῐ], η, ον
少ない
-
ὁμῑλ-ία, ἡ交渉、つきあい、性交渉、教育
-
ὀνειδ-ισμός , ὁ, 批判、非難
-
ὄνος, ου, ὁ
ロバdonkey
-
ὀξύν-ω [ῡ], fut. ὀξῠνῶ: aor. ὤξῡνα: pf. ὤξυγκα
研ぐ、鋭くする(参照:語末に鋭アクセントのあるオクシトーン)
-
ὀξύς, εῖα, ύ
(角、刃先、感覚が)鋭い
-
ὅποι , Adv. correl. to ποῖRelat., to which place, whither
-
ὁπότεの時に
-
ὀργ-ίζω: aor. ὤργισα 怒らせる、(受動態)怒る
-
ὀργίζομαι:fut.
ὀργιοῦμαι
: aor. ὠργίσθην: pf. ὤργισμαι 怒る
-
ὀρθός, ή, όν真っ直ぐな、正しい
-
ὅρκος, ὁ
誓い
-
ὄρνις, ὁ, also ἡ ; gen. ὄρνῑθος; acc. sg. ὄρνῑθα and ὄρνιν
鳥
-
ὅταν , for ὅτ᾽ ἄν (ὅτε ἄν)いつでもwhenever
-
οὐδείς, fem. οὐδεμίᾰ
(never nom. acc. -μίη, -μίην),
neut. οὐδέν (declined and accentuated like
εἷς, μία, ἕν), not one, i.e. no one, none
定詞+小辞+数字の「1」、「誰も(なにも)・・ない」;
男性、中性の属格:
οὐδ-ενός男性、中性属格形
-
οὐκέτι or οὐκ ἔτι, Adv
もはや・・・ない
-
οὕτως, and before a consonant
οὕτω
副詞「このように」
-
οὖν
副詞;
(確認する)たしかに、事実、(話を先に進めるため)そして
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
π
-
παιδ-ευτής , οῦ, ὁ, 教師
-
παίδι-ον, τό
幼児
-
παῖς , also παῦς, παιδός, ὁ, ἡ, gen. pl. παίδων,; dat. pl. παισί
子供
-
πᾰλαιός, ά, όν
古い、年取った
-
πανδοχεῖον,τό= πανδοκεῖον,τό
旅館
-
παντοῖος, α, ον
あらゆる種類の、ありとあらゆる
-
παντοκράτ-ωρ, -ορος, ὁ (πᾶς and κρατέω),すべての支配者、全能者
-
πάντων<πᾶς,πᾶσα,πᾶν
「全ての」、男性/中性複数属格
-
παράδειγμα :(第三変化中性名詞の)単数、主格 = モデル、模範
-
παύω: fut.παύσω :aor.
ἔπαυσαやめる、ポーズpauseの語源
-
παραφρον-έω
気が狂う、正気を失う、興奮して無我夢中になる
-
πάρειμι (εἰμί
A. sum), inf. -εῖναιそばにいる
-
παρέχω, fut. παρέξω
: pf. παρέσχηκα: aor. παρέσχον
手渡す、与える、と提示する
-
παρρησί-α , ἡ, (πᾶς, ῥῆσις)
遠慮なく話すこと
-
πᾶς , πᾶσα, πᾶν
全ての
-
πᾰτήρ, ὁ, gen. and dat. Att. πατρός, πατρί
父
-
παῦλα, ἡ, (παύω)
休止、なくなること
-
πείθω, impf. ἔπειθον :j fut. πείσω : aor. 1 ἔπεισα
説得する Med. and Pass.
πείθομαι,: fut. πείσομαι:
aor. 2 ἐπῐθόμην
従う
-
πειράω: impf. ἐπείρων: aor. ἐπείρᾱσα
(属格)を試す、裁く
-
πέλᾰς
副詞「近くに」
οἱ πέλας
隣人たち
-
πεποιθότες<
πείθω ,perf. πέποιθα
intr. tenses of Act., in pass. sense, pf. 2
完了能動態分詞(第2完了テンスは自動詞、意味は現在)「頼る」
-
περιποιησάμενος<
περιποι-έω ,中動態「自分のものにする」、「確保する」
-
πεποιηκώς<ποιέω, ποιῶ;; future ποιήσω;
1 aorist ἐποίησα,; perfect
πεποίηκα; 完了能動態分詞男性単数主格
-
περιβαλώμεθα
<περιβάλλω: future περιβαλῶ; 2 aorist περιέβαλον
「身にまとう」、「着る」接続法第2アオリスト1人称複数
-
Περικλέα
ペリクレスの対格、第三変化に属する名詞。有名なアテネの政治家。
Περίκλεις
ペリクレスの呼格。
-
περί-ρρῠτος, ον, also α, ον
(形容詞)周りを囲まれた
-
περιτομή, περιτομῆς, ἡ (περιτέμνω),
割礼
-
πηγή, ἡ
(川、泉の)水、泉、源泉
πῐέζω, impf. ἐπίεζον: fut. πιέσω: aor. ἐπίεσα: pf. πεπίεκα
圧迫する、押す
-
πικρός, ά, όν
鋭い、つんとくる、苦い
-
πίναξ [ῐ], ᾰκος, ὁ
板、高札
-
πίστις, πίστεως, ἡ信仰、信用、誠実
-
πιστός , ή, όν, (πείθω):
信頼できる、誠実な、確かな
-
πίωμεν<
πίνω; imperfect ἔπινον; future πίομαι; 2 aorist ἔπιον
「飲む」接続法第2アオリスト1人称複数
-
πλᾰτύς, εῖα, ύ
広い、平らな
-
πλεῖστος, η, ον, Sup. of πολύς
最大の(数、量、範囲など)
-
πλέω: Ep. impf. ἀπ-έπλειον: fut. πλεύσομαι:
aor. 1 ἔπλευσα: pf. πέπλευκα
船で行く、航海する
-
πλούσιος ,
α, ον:
金持ちの
-
πλοῦτος , ὁ,
富
-
ποδ-ήρης, ες
形容詞:足元まで隠す、後に「長い服(司祭、神官が着用した)」を指す
-
ποιέω: impf. ποίεον
: fut. ποιήσω: aor. ἐποίησα
: pf. πεποίηκα
作る、創造する、作詩する
ποιεῖν
現在能動態不定詞「すること」
-
ποιμήν, ένος, ὁ羊飼い
-
πολλάκις [ᾰ]
副詞「たびたび」
-
πόθεν
副詞「どこから?」
-
ποῖ
副詞「どこへ?」
-
πολέμ-ιος, α, ον
戦争の、敵の;(名詞として)敵
-
πόλεμος , ὁ,
戦争
-
πόλει
;単数与格(地格、土岐テキストp.173)
πόλις,
ἡ, gen. πόλεως
都市、町、国、(人が住んでいる)島、市民権:ルカ伝2章4節
ἀνέβη δὲ καὶ
Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ
(ナザレの町
)
εἰς τὴν Ἰουδαίαν
εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται
Βηθλέεμ
(ベツレヘムというダビデの町)
-
πολῑτ-εία, ἡ
市民権、政治体制、政治
-
πολλάκις<πολύς, πολλή, πολύ
副詞「多くの場合」
-
πολλοὶ masc nom pl of 男性・複数、主格
πολύς, πολλή, πολύ
great, much, many 大きい、多い、大いに
-
πον-έω, πονέομαι
(激しく)働く、(病気で)苦しむ
-
πονηρός, ά, όν
役に立たない、面倒な、卑劣な
-
πόνος, ὁ, (πένομαι)
重労働、努力、苦労
-
πόλεμος, ὁ
「戦争」
-
πορ-εύω, fut. -σω: aor. ἐπόρευσα:—
Pass. and Med., fut. πορεύσομαι; πορευθήσομαι
: aor.ἐπορευσάμην: pf.πεπόρευμαι
(能動態)歩かせる、運ぶ;(中動態、受動態)歩く、行く
-
πορθμ-εῖον, τό
船着場、渡し舟、船賃
-
πορ-ίζω: aor. ἐπόρισα: pf. πεπόρικα:—
Med., fut. Att. ποριοῦμαι: aor.ἐπορισάμην
持ってくる、供給する、(資金を)工面する
-
πόσος, η, ον
疑問形容詞「いくら」(数量、時間、距離、値打ち)
-
ποτε
(アクセントがない)「いつか」(疑問文で)「一体全体」
-
πότε
(疑問詞)「いつ?」
-
πράσσω,Att. πράττω: fut. πράξω
: aor. ἔπραξα
do,practiceする、成就する、(女と)関係する
-
πρέσβῠς, εως or εος (v. infr. 11), ὁ, voc. πρέσβῠ
老人(主格、対格、呼格でのみ)
πρεσβ-ύτης [ῡ], ου, ὁ
散文に用いられるフォーム
Comp. πρεσβύτερος
年長の、より重要な
-
πρίν
(副詞、接続詞)の前に
-
προαγορεύω:aor.
“-ηγόρευσα”: pf. “-ηγόρευκα
前もって告げる、前もって助言する、公言する
-
προδίδωμι
前もって渡す、見捨てる、裏切る;
語根アオリスト
-
προ-κοπή , ἡ,
(旅)先へ進むこと、進歩、成功
-
προλέγω impf.
προὔλεγον選り好みする、予言する、公言する
-
πρὸς ἑαυτὸν
対格をとって関係を意味します。再帰代名詞と組み合わせて「自分で」with oneself
英語のbe satisfied with oneself,talk to oneselfなどと同様
-
πρόσειμι (εἶμιibo), inf. -ιέναι
来る
fut. of
προσέρχομαι
の未来形
-
προσδέχομαι歓迎する
-
προσέρπω: aor. προσείρπῠσα
忍び寄る
-
προσεύχομαι, fut.-ξομαι:aor.1προσηυξάμην
祈りを捧げる
-
προσευχή, προσευχῆς, ἡ (προσεύχομαι), 祈り
-
προστεθήσεται<προστίθημι :—Pass., aor. 1
“προσετέθην”: fut. “-τεθήσομαι” 未来第1受動態3人称単数「渡す」、「加える」、「繰り返す」
-
προστίθημι;
imper. προστίθει: fut. προσθήσω: aor.
προσέθηκα:—
Med., fut. προσθήσομαι: aor. 1 προσεθηκάμην:
more freq. aor. 2 προσεθέμην,
subj. προσθῶμαι
そばに置く、添える、押し付ける
-
προφήτ-ης, ου, ὁ: (πρό, φημί):—
(エジプトの)最高位神官、(ギリシャの)神託を預かる者、お告げの解釈者、
(ユダヤ教、キリスト教の)預言者
-
τὸ πρῶτον
「第一に」、「第一の」
πρῶτος, η, ον =
firstの中性・単数対格、副詞として用いられている。「まず最初に、すべての初めに」と訳しましょう。
-
πύλη [ῠ], ἡ
(街の入り口の)門、
家の門:θύρα
-
πῶς
how
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
ρ
-
ῥᾴδιος , α, ον
たやすい
-
ῥᾳστών-η , ἡ
気楽さ、のんき
-
ῥῆμα, ατος, τό, (ἐρῶ)
語られたこと、言葉、フレーズ、台詞
-
οἱ ῥήτορες<ῥήτωρ, ορος, ὁ(集会で)話す人、議員
-
Ῥωμ-αῖος, α, ονローマ人の
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
ς
-
τὸ σά[ᾰ]ββᾱτον, τοῦ σαββάτου,τὼ σαββάτω,
τὸ σάββᾱτον,pl.
τὰ σάββᾱτᾰ ,τῶν σαββάτων,τοῖς σάββᾱσῐ(ν),τὰ σάββᾱτᾰ
安息日(ユダヤ暦で週の7日目、通常複数形で用いられある1日の安息日を指す)、週
-
σᾰφής, ές, gen. έος, contr. οῦς
はっきりした、明瞭な、確かな
-
σέβω
to worship, honor 崇拝する、敬う
-
σῆμα, ατος, τό
しるし、墓所のしるし、墓、兆し、お告げ
-
σημαίνω: fut. σημᾰνῶ
: aor. ἐσήμηνα
(しるしで)示す、明らかにする
-
σῖτος, ὁ
穀物、パン、食事
-
Σκύθ-ης, ου, ὁ;Σκῦθαι,ῶν,οἱ
スキタイ(Scythae, Skythai)
-
σός, ή, όν
所有代名詞「あなたの」
-
σοφία, ἡ
(職人の)技が巧みな、世間的な知恵のある、
(神の)智慧
-
σοφός, ή, όν
賢い、巧みな、(実際的な)知恵がある、(名詞化して)巧みに造られた物、賢い主張、
(現実の問題で)賢い、用心深い、抜け目がないwise saying
-
Σπαρτιάτης [ᾱ], ου, ὁ
スパルタ人
-
σπονδ-ή, ἡ
(神前に捧げる)ワイン
pl., σπονδαί
厳粛な誓い、和平協定
ς. ποιήσασθαί τινι make a truce with any one,
-
σταθείς<ἵστημι
「立てる」の第1アオリスト受動態分詞、男性単数、主格;土岐テキストp.106
H.W.Smyth,A Greek Grammar
-
σταυρόω, σταυρῷ; future σταυρώσω; 1 aorist
ἐσταυρωσα; passive, presentσταύρομαι; perfect ἐσταύρωμαι; 1 aorist ἐσταυρωθην;
十字架に架ける
-
στενός, ή, όν
狭い
-
στήκω , late pres. formed from ἕστηκα (pf. of ἵστημι),
命令法現在能動態(コイネー)「Xがしっかりと立つ」
-
στόμα, τό; gen.στόματος
口mouth
-
στρᾰτηγ-ός, ὁ
司令官
-
στρατιὰ
>στρᾰτιά, ἡ,= στρατός,ὁ,
= 軍隊
-
στρᾰτόπεδ-ον, τό
野営キャンプ、軍隊
-
συγκατα-κτείνω
一緒になって殺す
-
συμβουλ-ίᾱ , ἡ,
助言(特に政治に関して)
-
συνήθης , ες, gen. εος, contr. ους,
慣習的な、いつもの
-
συνάγω [ᾰ], impf. συνῆγον: aor. 1 συνῆξα: but the regul. aor.
is συνήγαγον
-
集める、集合する
-
ὗς , ὗν, gen. ὑός [ῠ]; or σῦς, σῦν, gen. σῠός, ὁ and ἡ:
イノシシ、豚
-
σφᾰγ-ή, ἡ(犠牲にするために)殺すこと
-
σχεδ-όν, Adv., (ἔχω, σχεῖν)
副詞(場所、時間)「の近くに」
-
σῴζειν>σῴζω,
fut. σώσω,中動態
aor. ἐσωσάμην,pf. σέσωκα,
「救う」不定詞
-
σωθέντες<σώζωアオリスト受動態分詞男性複数主格;「救う」、「避ける」 "the survivors of Jacob"
-
σωθήσεσθε<σώζω未来受動態2人称複数「救う」
σῶμα, ατος, τό
身体
-
σώσει<σῴζω; future σώσω; 1 aorist ἔσωσα; perfect σέσωκα
救う、保つ、安全に保つ、無事に救出する
-
σωτήρ, ῆρος, ὁ救い主、救い手、守護神
-
σώφρων,ονος, ὁ, ἡ: neut. σῶφρον
形容詞(男性、女性同形)
慎重な、賢い、心の健全な、正気の
形容詞単数(男性、女性)
σώφρων,σώφρνος,σώφρονι,σώφρονᾱ,σῶφρον
複数
σώφρονες,σωφρόνων,σώφροσιν,σώφρνᾰς
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
τ
-
τάλας, τάλαινα, τάλαν: gen. ᾰνος, αίνης, ανος, also dat.
τάλαντι
惨めな、苦しんでいる
-
ταμίας,ου,ὁ
(ゼウス、王の)代官 the dispenser of all things to men,:—of kings or rulers, a controller, director
-
τάξις, τάξεως, ἡ (τάσσω) order, i. e. a fixed succession observing also a fixed time
順序、順位、序列、隊、隊列
-
ταῦτα<
οὗτος , αὕτη, τοῦτο, gen. τούτου, ταύτης, τούτου, etc.:
指示代名詞「これ」中性複数対格、主格
-
τε後倚辞(こういじ);
自分の左側の単語にアクセントを譲ります:
τε ..τε;
τε ..καὶ .., ・・も、・・も
-
τεθλιμμένη<θλίβω; passive, present θλίβομαι; perfect participle τεθλιμμενος
完了中受動態分詞女性「狭い」、「押しつぶされた」
-
τεκμήρι-ον, τό
証拠
-
τέκνον, τό
息子
τελευτή >τελέω
-
τεκμήρι-ον, τό
「確かな証拠」、明らかな(神々の)お告げ
完成、成就、終わり
-
τέλος, εος, τό,終わり、成就、結末、定め、礼拝、執政官、税金;(中性名詞対格の副詞的用法)
最後に
-
τελών-ης, ου, ὁ, (τέλος)
徴税人
-
τετάρτης<τέταρτος, τετάρτῃ, τέταρτον第4の
-
τράπεζ-α [τρᾰ], ης, ἡ
テーブル、(両替屋の)カウンター;
οἱ ἐπὶ ταῖς τράπεζ-αις
銀行 bankers
-
τυγχάνω: Ep. impf. τύγχανον: fut. τεύξομαι
: aor. 2 ἔτῠχον
たまたま・・ある、ちょうど・・している、手に入れる、得る
(属格支配)
-
τυχεῖν<τυγχάνω<
aor. 2 ἔτῠχον
第2アオリスト不定詞
-
τύχωσι<
τυγχάνω, impf. τύγχανονs,aor. 1 ἐτύχησα,aor. 2
ἔτῠχον,subj. τύχωμι, -ῃσι,
pf.τετύχηκα,
(矢が)当たる、手に入れる
-
τῶνδε<
ὅδε, ἥδε, τόδε
指示代名詞「これ」;副詞的用法もあります
-
τις, τι
不定代名詞some
τισι(ν)
複数与格(男性、女性、中性同形)
-
τόπος, ὁ
場所
τρίτος [ῐ],η, ον, (τρεῖς)
3番目
-
τρίτος, η, ον
3番目に(形容詞中性対格形の副詞的用法)
-
τρῠφ-ή , ἡ,
やわらかい、軟弱な、ぜいたくな
-
τύραννος [ῠ], ὁ, also ἡ
(法律に縛られない)絶対君主、独裁者
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
υ
-
ὕβρις [ῠ ], ἡ, gen. εως
傲慢
-
υἱός , ὁ
息子、子供
-
ὑμέτερος [ῡ], α, ον
あなたたちの
-
ὕπνος, ὁ
眠り、睡眠
-
ὑπό
属格をとって「により」(動作主)
-
ὑποπτεύω
疑う、怪しむ
-
ὗς (A), ὗν, gen. ὑός [υ^]; or σῦς, σῦν, gen. συ^ός, ὁ
豚
top
φ
-
φάγωμεν接続法第2アオリスト1人称複数<
ἔφαγον<ἐσθίω「食べる」第2アオリスト
-
φαίνω,:—
fut. φᾰνῶ,Med.φαίνομαι: aor. 1 ἔφηνα
(能動態)輝く、明らかにする、示す;(中動態)に見える、のようだ
-
φάλαγξ [φᾰ], αγγος, ἡ
隊列、密集部隊、重装歩兵部隊
-
φάσκω, impf.ἔφασκον
φημί
の未完了形として用いられる
-
Φαρισαῖος,ου,ὁ
パリサイ人
-
φάρμᾰκον, τό
薬、毒薬
-
φέρω;impf. ἔφερον:fut. οἴσω :aor. 1 ἤνεγκα, and aor. 2 ἤνεγκον
運ぶ
-
φεύγω;
impf. ἔφευγον:aor.1ἔφησα:2aor.ἔφην:fut.φήσω
逃げる
-
φημί; inf. φάναι
; part. φάς: fut. φήσω
: aor. 1 ἔφησα ,aor. 2 ἔφην:
未完了過去
ἔφασκον
あるいは
ἔφην
言う
-
φήσουσι
>φημί,fut. φήσω, aor. 2 ἔφην;
「言う」、「書く」 ここでは未来3人称複数
-
φῐλέω
: fut. φιλήσω: aor. 1 ἐφίλησα: pf. πεφίληκα
好きだ、愛する
-
φίλος, η, ον, also ος, ον, voc. φίλε
友人(呼格)
-
φῐλοσοφ-έω 真理の探究をする、love knowledge, pursue it(悪い意味で)「細かいことをいちいち取り上げて真の解決を避ける」
-
φῐλόσοφος , ὁ,
叡智の愛好者、哲学者
-
φθείρω: Ion. impf. φθείρεσκε: fut. φθερῶ : aor. 1 ἔφθειρα
: pf. ἔφθαρκα: —
Med., fut. φθεροῦμαι (in pass. sense):—
Pass., fut. φθᾰρήσομαι
破壊する
-
φθον-έω, aor. ἐφθόνησα, later ἐφθόνεσα
ねたむ、うらむ、根に持つ
-
φόβος, ὁ
恐怖、パニック
-
φοβ-οῦ
< -έ-ο <-ὲ-σο<
φοβέω
現在中受動態命令法2人称単数
現在中受動態命令法
2人称
φοβοῦ,φοβεῖσθε
3人称
φοβείσθω,φοβείσθωσαν
古典3人称複数φοβείσθων
-
φοιτ-άω;pres.inf.φοιτᾶν
行ったり来たりする、うろつく
-
φυλακή, φυλακῆς, ἡ (φυλάσσω)監視、牢屋
-
φύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,
護衛
-
φύλλον, τό
葉
-
φύσις [ῠ], ἡ, gen. φύσεως
性質、本性、外観physics
-
φῠτ-εύω; fut. εύσω; aor. ἐφύτευσα: pf. πεφύτευκα:—
Med., fut. -εύσομαι: aor. -ευσάμην:—
Pass., fut. -ευθήσομαι: aor. ἐφυτεύθην
(樹木、特に果実のなる木を)植える
-
φῠτόν , τό, (φύω) 樹木、被造物
-
φωτίζω, fut. φωτίσω:aor.1ἐφώτισα
光をあてる、教える
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
χ
-
χᾰρίζω, fut. χαριῶ : aor. imper. χάρισον:—
usu. Med. χαρίζομαι, fut. -ιοῦμαι;
later χαρίσομαι: aor. ἐχαρισάμην
進んで与える、喜ばせる
-
χαίρω: fut. χαιρήσω: aor. ἐχαίρησα:Med. (in same sense), χαίρομαι
喜ぶ
-
χράομαι:inf.χρῆσθαι
aor.
ἐχρήσατο
デポネント動詞「使う」、「もてなす」「(苦境に)耐える」(奴隷になるなど)、「(契約を)結ぶ」
-
χρεία (written χρέα), ἡ: (χράομαι, κέχρημαι):—
必要、不足、要求、ビジネス、軍務
-
χρή, impers.非人称動詞
,fut. χρἤσται,impf.ἐχρῆν必要だ
-
χρησάμενος< χράομαιAtt. χρῶμαι
「使う」(与格を伴って)
-
χρῄζω χράω必要とする、足らない
-
χρόνος, ὁ
時間、(支払いの)期日
-
χῶρος ,ὁ
(境界の定まった)土地=χώρα
郊外、いなか
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top
ψ
-
ψεύδ-ο-μαι<ψεύδω:fut. ψεύσομαι:aor ἐψευσάμην
(
中動態)うそを言う、能動態「うそでだます」。
top
ω
-
ᾠδή , ἡ,歌
-
ὠνέομαι: fut. -ήσομαι
: aor. 1 ἐωνησάμην/ἐπριάμην: pf. ἐώνημαι
買う
-
ὤξυνεν
<
ὀξύν-ω [ῡ]ῶ” : aor. “ὤξυ_να” 研ぐ、鋭くする
-
ὥρα , ἡ:時、時間、季節、期間
-
ὦσι>εἰμί
の"Subjunctive Mood"現在3人称複数 土岐テキストp.134
-
ὥστε
接続詞「その結果」
-
ὥσπερ, or ὥς περ
副詞「のように」「いわば」
-
ὠφελ-έω, fut.
-ήσω: aor. ὠφέλησα:
pf. -ηκα:—
Pass., fut.
ὠφεληθήσομαι
助ける、ためになる
α
β
γ
δ
ε
ζ
η
θ
ι
κ
λ
μ
ν
ξ
ο
π
ρ
ς
τ
υ
φ
χ
ψ
ω
top